τετράστυλος — η, ο αυτός που έχει τέσσερις στύλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραστύλους — τετράστυλος with four pillars in front masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράστυλον — with four pillars in front neut nom/voc/acc sg τετράστυλος with four pillars in front masc/fem acc sg τετράστυλος with four pillars in front neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tetrástilo — (Del gr. tettares, cuatro + stylos, columna.) ► adjetivo ARQUITECTURA Se refiere a la construcción que tiene cuatro columnas de frente, o que está precedida por ellas: ■ templo tetrástilo; pórtico tetrástilo. * * * tetrástilo, a (de «tetra » y el … Enciclopedia Universal
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
Ζωοδόχου Πηγής, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Μεσσηνίας, ΒΑ της Καλαμάτας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσσηνίας. Το καθολικό κτίσμα του 12ου ή των αρχών του 13ου αι. είναι εκκλησία σταυροειδής τετράστυλος με τρούλο. Από την παλιά αγιογράφηση έχουν… … Dictionary of Greek
τετραστύλου — τετράστυλον with four pillars in front neut gen sg τετράστυλος with four pillars in front masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραστύλῳ — τετράστυλον with four pillars in front neut dat sg τετράστυλος with four pillars in front masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)