τετράστυλος

τετράστυλος
-η, -ο / τετράστυλος, -ον, ΝΑ
1. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις στύλους στην πρόσοψη
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστυλο(ν)
κιονοστοιχία από τέσσερεις στύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + στῦλος (πρβλ. πολύ-στυλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετράστυλος — η, ο αυτός που έχει τέσσερις στύλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραστύλους — τετράστυλος with four pillars in front masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράστυλον — with four pillars in front neut nom/voc/acc sg τετράστυλος with four pillars in front masc/fem acc sg τετράστυλος with four pillars in front neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • tetrástilo — (Del gr. tettares, cuatro + stylos, columna.) ► adjetivo ARQUITECTURA Se refiere a la construcción que tiene cuatro columnas de frente, o que está precedida por ellas: ■ templo tetrástilo; pórtico tetrástilo. * * * tetrástilo, a (de «tetra » y el …   Enciclopedia Universal

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • Ζωοδόχου Πηγής, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Μεσσηνίας, ΒΑ της Καλαμάτας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσσηνίας. Το καθολικό κτίσμα του 12ου ή των αρχών του 13ου αι. είναι εκκλησία σταυροειδής τετράστυλος με τρούλο. Από την παλιά αγιογράφηση έχουν… …   Dictionary of Greek

  • τετραστύλου — τετράστυλον with four pillars in front neut gen sg τετράστυλος with four pillars in front masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραστύλῳ — τετράστυλον with four pillars in front neut dat sg τετράστυλος with four pillars in front masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”